Χειμώνας καιρός στο Λιδορίκι , πάντα στην ονειρεμένη 10ετία του 60 , κρύο ,ασταμάτητη βροχή , κι΄οι νύχτες ..ατέλειωτες.
Ευτυχώς την εποχή εκείνη είχαμε μιά υπέροχη παρέα , που απαρτιζόταν από νεαρούς Δημοσίους υπαλλήλους , κυρίως καθηγητές , που ξεκίναγαν την σταδιοδρομία τους ( με πολλή-πολλή δυσφορία και γκρίνια ) .στο χωριό μας.
Δύσκολη πράγματι η ζωή τα χρόνια εκείνα , για τους νεοδιοριζόμενους,λίγα τα λεφτά ,
μακρινή η απόσταση απ΄την Αθήνα ( μια μέρα δρόμος σχεδόν ) , κι έμενε μια Κυριακή ,
που δεν έφτανε ούτε μέχρι τους ..Δελφούς να πάνε , για αυτοκίνητα Ι.Χ ούτε κουβέντα να γίνεται,ήταν μέσα στα όνειρά μας βέβαια,που όμως μένουν πάντα όνειρα.
Η συνηθισμένη παρέα : Σταύρου Θεοδωρος , φιλόλογος , Θεοδώρου Δημήτριος , επίσης , Ρωμανού Ελένη , μαθηματικός , Καραπετσάνος Ιωάννης , γυμναστής , Καραχάλιου Ζωή , φιλόλογος , Κουτάντου Ειρήνη , φυσικός , Καγκάλου Βιολέτα , υπάλ.ΑΤΕ , Εφεντάκη Μαρία , υπάλληλος παιδικού σταθμού (νηπιαγωγός) , Μπαλαλλώτη Έλλη , μαθηματικός , Χριστοπούλου Ελένη , φιλόλογος ,Τάσσιος Νικόλαος , κτηνίατρος , αργότερα προστέθηκε και η Ζαλώνη η Καίτη , η κυρία Γαλλικού , μετέπειτα σύζυγος του Δημ.Θεοδώρου .
Από τους πιο πάνω μόνο η Ελένη η Χριστοπούλου και ο Γιάννης ο Καραπετσάνος ήταν παντρεμμένοι , όχι.μεταξύ τους , και όλοι οι άλλοι ...υποψήφιοι γαμπροί και νύφες , βέβαίως..βεβαίως..
Θα πρέπει να τονίσουμε ότι , στην ευρύτερη παρέα , υπήρχαν και άλλοι Λιδορικιώτες και ..μη ,αλλά αναφέρθηκα στους αποκλειστικούς , τους .κολλητούς όπως λέμε , με τους οποίους κάθε βράδυ , σχεδόν , είμαστε μαζί.
Το πως περνούσαμε τα βράδυα μας εύκολα μπορεί να το μαντέψει κανείς , μεζεδάκι στις ταβέρνες , του Γούρα , στη Βαθειά ,του Αναγνωστόπουλου ( Κοτίνου) , στο Αλωνάκι , και πολλές φορές στην Άμυγδαλιά , την Πεντάπολη , και το ονειρεμένο Κάλλιο , τις περισσότερες όμως βραδιές τις περνούσαμε στα σπίτια μας , μιά στόν ένα , μιά στόν άλλο , ακούγοντας μουσική ,τραγουδώντας και χορεύοντας .
Τις εθνικές γιορτές , αλλά και τις Κυριακές , όχι πάντα , πηγαίναμε στη θεία λειτουργία , και μετά - καιρού επιτρέποντος - περνούσαμε όλο το πρωινό στην πλατεία της Βαθειάς , κάτω απ΄τον πλάτανο , αραχτοί , κάναμε τις ...δημόσιες σχέσεις μας , .ροκανίζοντας την ώρα , μέχρι να πάμε για φαγητό.
Εκείνη τη χρονιά λοιπόν , είχαμε βαρυχειμωνιά , κρύο , βροχές και πολλά-πολλά χιόνια , τα βράδια μας , όπως προανέφερα , τα περνούσαμε στα σπίτια ,.και κυρίως στο δικόμας , τοΚαψαλέικο , αφού εμείς , ο αδελφός μου α Γιώργος κι΄εγώ , είμαστε ντόπιοι , οι άλλοι της παρέας , είχαν νοικιάσει δωμάτια ( μερικοί δε σαν οικότροφοι , φούλ η .ντεμί πανσιόν όπως λέμε στα. ελληνικά ) σε διάφορα σπίτια , που ήταν μάλιστα και ..δυσεύρετα.
Μόνο ο Δημήτρης ο Θεοδώρου , κι΄ο Θόδωρος ο Σταύρου είχαν βρεί δωμάτια στο ίδιο σπίτι , και βολεύτηκαν μιά χαρά..
Η σπιτονοικοκυρά τους η θειά Μαρία η Αβγογιάννενα,κατά κόσμον Μαρία συζ.Ιωάννου
Στρούζα,ήταν μια καλοσυνάτη,ηλικιωμένη γυναίκα , που τους είχε σαν παιδιά της,αφού τα δικά της , τρία κορίτσια κι΄ένα παιδί,όπως λέγαμε κι ίσως και λέμε ακόμα στο Λιδωρίκι,ήταν μεγάλα ( τα κορίτσια παντρεμμένα ) και είχαν φύγει απ΄το χωριό.
Η θειά η Μαρία λοιπόν , τους είχε στα ώπα-ώπα , με το φρέσκο το γάλα , απ' τη γίδα της , με τα. κοτίσια τα αβγά τους , το ζυμωτό ψωμί (..ζύμωναν ακόμα οι Λιδωρικιώτισσες.) το.. αλανιάρικο κοτοπουλάκι , κι΄όλα τα καλά του Θεού , αλλά και τα παιδιά , όλοι είχαν να το πούν , την είχαν σαν μάνα τους , κι΄ακόμα καλλίτερα ,α.. το σωστό να λέγεται..
Εκείνο τον καιρό , η θειά η Αβγογιάννενα , εκτός απ΄τις κότες , κάνα δυό αρνιά , μανάρια , για τη Λαμπρή , τη γίδα , και τα καματερά της τα ζωντανά , είχε και μιά δεύτερη γίδα , κάτασπρη , με. μουστάκια , γενάκια , και μακριά μεγάλα αυτιά , μαλτέζα , για έχα ,όπως έλεγε.
Την είχε παρμένη , μικρή κατσικάδα ,την περασμένη χρονιά , απ΄την Αγροτική Τράπεζα , που έφερνε , τότε , οικόσιτα ζώα βελτιωμένης ράτσας για αναπαραγωγή .
Η ασπρούλα μας λοιπόν , ήταν βέρα .Ολλανδέζα Ζάανεν, και με ..διαβατήριο που λένε..
Δεν μπορώ να θυμηθώ πως την έλεγε,θυμάμαι μόνο ότι την είχε σαν μοναχοκόρη της ,
καθαρή , περιποιημένη , καλοταισμένη , με το ωραίο της κουδουνάκι περασμένο
σε δερμάτινο λουρί , κούκλα πραγματική , μόνο φόρεμα δεν της είχε φτιάξει , κι΄όλο την κοίταγε και την καμάρωνε , φτύνοντάς την για να μη της την ματιάσουν..
Σα χρόνιασε λοιπόν η ασπρούλα , άρχισε και η θειά η Μαρία την ιδιαίτερη περιποίηση , αλάτι στα πλύμματα , κλπ , και μόλις φάνηκαν τα πρώτα σημάδια (σημάδεψε όπως λένε ) , ότι δηλαδή , ήρθε ο καιρός να αρχίσει η διαδικασία της αναπαραγωγής ( ο μαρκάλος ) ,άρχισε και η γκρίνια με τον μπάρμπα Γιάννη: ταχειά να πάς τη γίδα στον τράγο , ήρθε η ώρα.
Το 'πε , το ξανάπε , τι να κάνει κι ο μπαρμπα Γιάννης , πήρε την ασπρούλα , σαν καλός νοικοκύρης , και την πήγε δυό-τρείς φορές στον τράγο , για να ησυχάσει κι΄απο τη γκρίνια.
Δόξα τω Θεώ όμως , όλα πήγαν κατ΄ευχήν , τα μασταράκια της ασπρούλας βαρύναν λίγο , σημάδι αλάνθαστο , πως οι επισκέψεις στον.. τράγο έφεραν αποτέλεσμα και η θειά Μαρία ήταν στην τρελλή χαρά , που η...μικροκόρη της ήταν γκαστρωμένη.και να οι ..έξτρα περιποιήσεις , το..ξεχωριστό φαί , κι' όλα τα πρεπούμενα για μια..έγκυο .
Όλα λοιπόν πήγαιναν μια χαρά , η κοιλιά της Ασπρούλας ..φούσκωνε , κι' η θειά Μαρία ..κρυφοκαμάρωνε , το 'χε ..κρυφή χαρά , και μάλιστα , από μόνη της , έλεγε και ..ξανάλεγε πως η ..Ασπρούλα της θα κάνει..διπλάρ'κα , τουτέστι.δύδυμα , παρακαλώ.
Πέρναγε ο καιρός , είχαμε μπει για καλά στο χειμώνα και πλησίαζε ο καιρός να γεννήσει και η Ασπρούλα , πούχε ..αφρατέψει , τα μασταράκια της κρέμαγαν κι' είχε αρχίσει να ..βαραίνει , εμείς όλοι , όταν πηγαίναμε στο σπίτι στους φίλους μας , και βλέπαμε την ασπρούλα , γιατί ήταν πάντα στην αυλή , τη χαιρόμασταν , την καμαρώναμε και φυσικά τη..φτύναμε μη την ματιάσουμε , για το ..μάτι , που λένε , βέβαια η θειά Μαρία ε'ίχε παρμένα και τα..μέτρα της , για ..πάσα ..ενδεχόμενο , που λένε , και το ματόχαντρο της είχε κρεμασμένο , και ποιός ξέρει και ποιο άλλο..αντίδοτο , για το ..μάτι , έτσι για να 'ναι..εξασφαλισμένη.
Βαρύς ο χειμώνας εκείνη τη χρονιά , θυμάμαι , πολλά - πολλά τα χιόνια και το κρύο ..αβάσταχτο , και μη σκεφτείτε πως υπήρχαν..καλοριφέρ και τα..παρόμοια , όοχι , κάνα..τζάκι , στο κάθε σπίτι , τι να πρωτο..ζεστάνει , και ποιος να πρωτοζεσταθεί , η θειά Μαρία όμως τα φρόντιζε τα ..παιδιά της , τους είχε ένα..μαγκαλάκι , φκιαγμένο στο φαναρά , τον Αλεξίου , όχι τίποτα σπουδαίο , αλλά τη δουλίτσα του την ..ψευτοέκανε , πάντα με τη φροντίδα τη συνεχή της θειάς Μαρίας ..και βέβαια είχε και το..θερμαντικό της , τον τραχανά , και τι τραχανά , φκιαγμένο με τα χεράκια της , με ολόπαχο φρέσκο-φρέσκο γάλα , και διαλεχτό μπουλουγούρι (..πληγούρι κατά τους.Ευρωπαίους !! ) , έφκιαχνε λοιπόν κάτι τραχανόσουπες , στο τζάκι , με μπόλικο τυράκι και λίγο φρέσκο ωραίο..βούτυρο , άιντε..ντε , να γλύφεις και τα δάχτυλά σου , και εδώ που τα λέμε πολλές φορές μας κράταγε και μας εκεί για ..τραχανοφαγία , και φυσικά δεν ..αρνιόμασταν.
Μια Κυριακή λοιπόν , θα πρέπει να ήταν του Αγίου Ιγνατίου , που ήταν ο πολυούχος του χωριού μας και φυσικά και τοπική αργία , αλλά ..δεν ξέρω γιατί και πως , του κάναν .έξωση , θα πηγαίναμε όλοι στην εκκλησία , οι υπηρεσίες ήταν κλειστές , συνεννοηθήκαμε λοιπόν απ' το βράδυ , μετά την ..τραχανοσουποφαγία , όποιοι ετοιμαστούν πρώτοι να περάσουν να πάρουν και τους άλλους , έτσι κι' έγινε ο αδερφός μου και γω , ετοιμαστήκαμε και πήγαμε απ' το Αυγογαννέικο να πάρουμε το Θόδωρο και το Μήτσο .
Μπαίνοντας στην αυλόπορτα , είδαμε τη θειά Μαρία να..χαιδολογάει την ασπρούλα , που έιχε μπει στις..μέρες της , μας καλοδέχτηκε , μας ευχήθηκε ..βοήθειά μας , και μεις ως..έπρεπε , φτύσαμε για πολλοστή φορά την ασπρούλα , βγήκαν και οι φίλοι μας και τραβήξαμε για την εκκλησία ..
Σχολώντας η εκκλησία , κάτσαμε σε κάποιο μαγαζί , σκοτώνοντας την ώρα μέχρι να πάμε για φαγητό , κι όλα καλά κι' ωραία..έφτασε η ώρα για φαί και χωρίσαμε με τους φίλους και πήγαμε στα σπίτια μας.
Τ'απόγευμα όμως , νωρίς - νωρίς , να σου οι φίλοι μας στο σπίτι μας , κάπως..κατσουφιασμένοι , κάπως..τέλος πάντων , κάθησαν κα μετά από λίγο μας ανακοίνωσαν πως δυστυχώς ..χάσαμε την ..ασπρούλα , αμέσως ρωτήσαμε , πως ; γιατί ; από τι ;..Έσκασε από κακό..μάτι ..είπε η θειά Μαρία , μας είπαν οι φίλοι μας , και τους είδαμε λιγάκι ..κουμπωμένους , σαν κάτι να' θελαν να πουνε και παραπέρα.και μετά από ..ελαφρά πίεση , μας εκμυστηρεύτηκαν πως η θειά Μαρία , είναι κατασκασμένη , και κακοπαθιέται , και με το δίκιο της βέβαια , αλλά αυτό που μας πάγωσε , ήταν το ότι πίστευε πως την ασπρούλα την είχα ματιάσει εγώ , που είμαι.σμιχτοφρύδης , μάλιστα , επί λέξει τους είχε πεί : « Την ..έσκασε ο Κώστας , με τα σμιχτά τα..φρύδια , είναι..ολοφάνερο .» . Τα χάσαμε , και περισσότερο εγώ , γιατί αγαπούσα τη θειά Μαρία , ήμασταν οικογενειακοί φίλοι , και με τα παιδιά της φίλοι , αλλά αγαπούσα και την ασπρούλα , τη χαιρόμουνα και την ..καμ΄λαρωνα.
Τελικά η προσπάθειά μου να δώσω κάποιες..εξηγήσεις στη πονεμένη τη θειά , πως δεν έφταιγα εγώ , για το θάνατο της ασπρούλας , και πως αντιθέτως την γαπούσα , και την πρόσεχα , η θειά Μαρία έμεινε μ' αυτή της την πίστη , πως εγώ τη μάτιασα , που είμαι και.σμιχτοφρύδης , κι ' εδώ που τα λέμε δεν 'ηταν και η..μόνη που πίστευε κάτι τέτοιο .Η ουσία όμως ήταν πως για καιρό , η θειά Μαρία , δεν μου ..καλομίλαγε , με..απέφευγε , δεν μπορούσε φαίνεται να το..χωνέψει , ούτε κι' εγώ βέβαια , απ' τη μεριά μου , αλλά δυστυχώς δεν μπορούσα να κάνω και κ΄λατι , για να..ομαλοποιήσω την κατάσταση , βέβαια..ο ..γιατρός..χρόνος , σιγά - σιγά..βόηθησε , και η παρεξήγηση αυτή ..εκτονώθηκε..λύθηκε , και όλα ξανάγιναν όπως πρώτα , όμορφα κι' ωραία , μόνο που εμένα μού 'μεινε καρφωμένη στο μυαλό η ερευνητική..ματιά της θειάς Μαρίας , όταν διαπίστωσε πως ήμουνα..σμιχτοφρύδης ....Κ.-